- προστίθημι
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, -έω, Α [τίθημι]μέσ. προστίθεμαισυνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολονεοελλ.φρ. «προστιθέμενη αξία»(οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση τής παραγωγής της και τής χρηματικής αξίας που κατέβαλε σε άλλες επιχειρήσεις για να αποκτήσει πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, δηλαδή οι αμοιβές που καταβάλλονται στους εργαζομένους (μισθοί), στο κεφάλαιο (τόκοι, ενοίκια) και στην επιχειρηματικότητα (κέρδος) για τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία τής συγκεκριμένης επιχείρησηςαρχ.1. τοποθετώ κάτι κοντά ή πάνω σε κάτι άλλο («προστιθέναι χεῑρ' ἐπὶ πρόσωπα», Ευρ.)2. ιατρ. βάζω υπόθετο3. παρέχω, χορηγώ4. (γενικά) δίνω («προστιθέναι τὰ ἴδια τοῑς ἀλλοτρίοις», Μέν.)5. πληρώνω6. επιβάλλω σε κάποιον κάτι7. προξενώ, προκαλώ («προστιθέναι λύπην», Ευρ.)8. χρησιμοποιώ9. αποδίδω κάτι σε κάποιον («προστιθέναι τῷ θεῶ τὴν αἰτίαν, Ευρ.)10. προσθέτω11. αυξάνω («πρὸς τὰ ὑπάρχοντα προστιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται», Αριστοτ.)12. καταθέτω χρήματα σε τράπεζα13. (στην ΠΔ και ΚΔ) συνεχίζω ή επαναλαμβάνω μια πράξη («προσθεῑσα ἔτεκεν υἱόν» — στη συνέχεια γέννησε κι άλλον γιο, ΠΔ)14. μέσ. α) προσθέτωβ) είμαι με το μέρος κάποιουγ) είμαι ευνοϊκός έναντι κάποιουγ) παραδίδομαι, υποτάσσομαιδ) συμφωνώ, συγκατανεύω («προστίθεσθαι τῷ Καρχηδονίων νόμῳ», Πλάτ.)ε) (με αιτ.) κάνω κάποιον σύμμαχο, βοηθόστ) (με αιτ. πράγματος) εφαρμόζω κάτι στον εαυτό μου («βάλανον προσθεμένην», Ιπποκρ.)ζ) μτφ. επιφέρω, προκαλώη) ωφελώ («τί ἄν προσθείμην πλέον;», Σοφ.) θ) (σχετικά με συμφορά) προξενώ εναντίον μου ή εναντίον άλλου («ἄχθος ἐπ' ἄχθει προστίθεσθαι διπλοῡν», Ευρ.)15. φρ. α) «προστίθεμαι τὰς θύρας (ή τὴν θύραν ή τὰς πύλας)» — κλείνω την θύρα (ή τις πύλες)β) «προστιθέναι μύωπας» — χρησιμοποιώ τα σπιρούνιαγ) «ὅρκον προστιθέναι (τῷ λόγῳ)» λέω κάτι προσθέτοντας και όρκοδ) «προστίθεμαι τῇ ἡδονῇ» — έχω ροπή προς τις ηδονέςε) «ψῆφον προστίθεσθαι» — ψηφίζω υπέρ κάποιουστ) «ψῆφον προστίθεσθαι ἐναντίαν τινί» — ρίχνω καταδικαστική ψήφοζ) «προστίθεμαι δάμαρτα» — παίρνω σύζυγο.
Dictionary of Greek. 2013.